φάλαγγος

φάλαγγος
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. τής λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάλαγγος — φάλαγξ line of battle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фаланга форма построения войска — (φάλαγξ) в значении тесно сомкнутой боевой линии встречается уже в Илиаде (VI, 6; XI, 90; XIX, 158), причем построение рядов было рассчитано на то, чтобы нападающие не могли их прорвать. Фаланги составлялись по народам, племенам, родам или… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фаланга, форма построения войска — (φάλαγξ) в значении тесно сомкнутой боевой линии встречается уже в Илиаде (VI, 6; XI, 90; XIX, 158), причем построение рядов было рассчитано на то, чтобы нападающие не могли их прорвать. Фаланги составлялись по народам, племенам, родам или… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фаланга (строй) — Греческая фаланга У этого термина существуют и другие значения, см. Фаланга. Фаланга (греч …   Википедия

  • Фалангиты — Греческая фаланга Фаланга (греч. φάλαγξ) боевой строй пехоты в Древней Македонии, Греции и ряде других государств. В значении тесно сомкнутой боевой линии слово фаланга встречается уже в Илиаде (VI, 6; XI, 90; XIX, 158), причём построение рядов… …   Википедия

  • λεπτυσμός — λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω] 1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση 2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.) …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μονοφαλαγγία — η (Α μονοφαλαυγία) νεοελλ. ναυτ. σχηματισμός τής παλαιάς ναυτικής τακτικής κατά τον οποίο τα πλοία έπλεαν σε μία φάλαγγα, σε μία στήλη αρχ. μία μόνη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαλαγγία (< φάλαγγος < φάλαγξ, γγος)] …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”